Τις τελευταίες μέρες, ήμουν λίγο άρρωστη. Άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα, κατά πάσα πιθανότητα, το βράδυ του σαββάτου, όταν κοιμήθηκα με τα εσώρουχα σε ένα φιλικό, εώς και φιλικότατο, πλην κρύο σπίτι. Αλλά επειδή αυτές οι λεπτομέρειες πιθανότατα σας έχουν ήδη αποπροσανατολίσει αρκετά από το πραγματικό θέμα αυτού του post, επιστρέφω στο κρυολόγημα και στη σημασία του. Αφού έμεινα σπίτι κάποιες μέρες, έπρεπε να εφευρίσκω συνέχεια ενδιαφέρουσες απασχολήσεις, πράγμα δύσκολο όταν τα μάτια μου κλείνουν και λαγοκοιμάμαι μπροστά από το laptop, και κάπως έτσι ανακάλυψα και ότι όσο και αν ήθελα να γράψω κάτι στο blog μου -το γράψιμο αποτελεί πάντα μια κάποια διέξοδο- δεν είχα τελικά τίποτα να πω! Δεν είχα πάει πουθενά, δεν είχα παρακολουθήσει κανένα event, ήμουν σπίτι όλη μέρα, δεν είχα ούτε καν άποψη για τον καιρό!
Σήμερα λοιπόν, ένιωσα λίγο καλύτερα και έκανα σπιτικές δουλειές. Βγήκα στο μπαλκόνι να απλώσω ρούχα γεμάτη θυγατρική περηφάνεια και καθώς τεντονόμουν να αρπάζω μανταλάκια, κοίταγα τον ουρανό στη δύση, τα χρώματα του κόσμου πέρα, προς το λατρεμένο κέντρο. Μα αυτό που μου τράβηξε την προσοχή δεν ήταν τα κλισέ πλην πανέμορφα χρώματα του δειλινού, αλλά τα χρώματα από τα φώτα στους ορόφους του ουρανοξύστη μπροστά μου. Άλλοι όροφοι έμοιαζαν κίτρινοι πυρρακτώσεως, άλλοι σχεδόν γαλάζιοι φθορισμού και λευκοί αλογόνου. Μου φάνηκε τόσο γοητευτικό. Και η κατανομή των χρωμάτων στην πρόσοψη του κτιρίου, ενώ ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αποτέλεσμα σειράς αποφάσεων ανευ συνεννόησης, μου φάνηκε τόσο καλλιτεχνικό σαν θέαμα. Έβγαλα φωτογραφίες το ψηλό κτίριο και σκέφτηκα πολλά, πολλά πράγματα.

Άραγε, θα με συγκινούσαν τέτοια πράγματα αν δεν είχα γεννηθεί στην Αθήνα, αν δεν είχα γεννηθεί σε μεγαλούπολη? Άραγε, είμαι συνδεδεμένη με τη μεγάλη πόλη περισσότερο από όσο νομίζω, κι ας είμαι ένα "παιδί της ζούγκλας" όπως με χαρακτηρίζουν πολλοί, ένας άνθρωπος που πραγματικά απολαμβάνει και ξεζουμίζει τη φύση? Μήπως απλά είμαι και ιδιαίτερα προσαρμοστική? Γιατί κάποτε έλεγα ότι δε θα θέλω να ξαναζήσω στην Αθήνα (μετά από 7 χρόνια στην Πάτρα, που είναι μικρή χαριτωμένη επαρχία στα μάτια μου, με τα καλά της και τα κακά της και όλα), ενώ τώρα, ήδη ένα χρόνο πίσω στην πρωτεύουσα, την χαίρομαι και την απολαμβάνω τόσο που νιώθω ότι δεν την χορταίνω! Και ακόμα και όταν είναι κακάσχημη και μες τη μπίχλα και τους κομπλεξικούς, πάλι την θέλω, δεν τη χορταίνω!
Κάποτε έλεγα και ότι δε θα μπορούσα να ζήσω ποτέ στη Σύρο, αλλά μετά για ένα διάστημα, το σκεφτόμουν αρκετά σαν διέξοδο. Πάντα έλεγα ότι θέλω να ζήσω για λίγο Θεσσαλονίκη. Όταν έτρεχα πέρα δώθε στην Αγγλία, ήξερα ότι θα μπορούσα να ζήσω και εκεί και μάλιστα πολύ καλά πίστευα, μετά δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη. Αν του χρόνου πάω εκεί κάτω στη Σεούλ, θα ζω ευχάριστα? Σε κάθε μου ταξίδι, κοντινό ή μακρινό, σκέφτομαι πάντα αν θα μπορούσα να μείνω εκεί, σε αυτά τα ωραία ή λιγότερο ωραία μέρη, και κατά πόσο θα ήμουν ευτυχισμένη σε αυτές τις ξένες αρχικά, αλλά περίσσοτερο οικίες σιγά σιγά πόλεις.
Η απάντηση στο αν θα ήμουν ευτυχισμένη, είναι ναι. Γιατί νομίζω πραγματικά ότι θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη
οπουδήποτε. Αρκεί να το έχεις μέσα σου και όχι να περιμένεις από τον τόπο να σου το προσφέρει.
Και τώρα, μια παιδική ιστοριούλα με πρωταγωνιστή -όσο και αν ακούγεται περίεργο-
το παραπάνω κτίριο. Το λέω από παιδί Allianz καθώς κάποτε στέγαζε τα γραφεία της ασφαλιστικής αυτής και έφερε μια μεγάλη πινακίδα με το όνομα της ψηλά ψηλά. Το Allianz λοιπόν, ένα από τα λίγα πραγματικά ψηλά κτίρια στην Αθήνα, φαινόταν καθαρά από το μπαλκόνι του πρώτου σπιτιού της ζωής μου, ένα διαμέρισμα στο Χολαργό όπου ζήσαμε μέχρι που έγινα 4. Ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο μιας πενταόροφης πολυκατοκίας με υπέροχο pilotis (Πανέτσος is proud of me now -inside joke, sorry people-) με δέντρα στα οποία σκαρφάλωνα μανιακά. Η βεράντα των υπνοδωματίων έβλεπε προς τη δύση και κάθε φορά που τύχαινε να παρακολουθώ τον ήλιο από εκεί, θυμάμαι το Allianz να διαγράφεται στον ορίζοντα της πόλης, πολύ κοντά στα Τουρκοβούνια. Ο ήλιος έγερνε και κάποτε έπεσε φαίνεται πάνω στο κτίριο και χάθηκε πίσω του. Η απόσταση έκανε τις εγκαταστάσεις στην ταράτσα του κτιρίου και τις κεραίες να φαίνονται έτσι μες στο θολό πορτοκαλί, σαν ημικυκλική διάταξη, σαν από περιφέρεια κύκλου. Σαν ο κύκλος του ίδιου του ήλιου να ήταν ακόμα εκεί, μισοκρυμμένος πίσω από το Allianz, και όχι τόσο φωτεινός πια! Έμοιαζε και σαν να μην κινείται πια. Μα γιατί αργεί τόσο να εξαφανιστεί? Χμ. Περίεργο. Δε βαριέσαι. Το αυτοκινητάκι μου, που είναι το αυτοκίνητο, το κόκκινο θέλω, όχι αυτό.
Κάπως έτσι, για χρόνια πίστευα ότι ο ήλιος πάντα πάει και σκαλώνει πίσω από το Allianz και δε λέει να πέσει τελείως. Τα χρόνια όμως πέρασαν και έπρεπε να φύγουμε από το Χολαργό και τα παρκάκια του, και να μετακομίσουμε στο σπίτι της μαμάς, εδώ, στη διασταύρωση-είσοδο των βορείων προαστίων. Μου πήρε αρκετό καιρό να συνειδητοποιήσω ότι το μεγάλο κτίριο που κοίταγα από την παλία μου βεράντα, ήταν το ίδιο που είχα τώρα δίπλα μου κάθε μέρα, και ακόμη περισσότερο καιρό μου πήρε να θυμηθώ και να συνειδητοποιήσω ότι σίγουρα δεν ήταν ποτέ η πύλη για τον τόπο που πάει ο ήλιος όταν ξεκουράζεται και ότι δεν υπάρχει καν καμπύλη κατασκευή στην ταράτσα του, η οποία θα μπορούσε να με είχε μπερδέψει.
p.s. Θα μπορούσα να πω και πολλά ακόμα, για το μικρό αριθμό ουρανοξυστών στην Αθήνα (αιώνια εγκατεστημένο στα αρχιτεκτονικά και μη μυαλά,
θέμα συζήτησης όταν κάποιος
αναφέρει ένα γνωστό ψηλό αθηναϊκό κτίριο), για τη χρήση των φωτισμών των ορόφων για "εγγραφή" μυνημάτων πάνω στις προσόψεις ουρανοξυστών στο Τόκυο και πόσο πλάκα έχει (αλλά για το Τόκυο θα πούμε άλλη ώρα), για την παιδική μου ηλικία και το τόσο εκπληκτικό γεγονός του ότι έχω πολλές αναμνήσεις από την ηλικία των δύο χρόνων.. μπλα μπλα μπλα.. σας αφήνω, πάω για ύπνο και ελπίζω να τα θυμηθώ κάποια άλλη στιγμή όλα αυτά, όταν δεν θα βρίσκω θέμα :P